οικειοτοπώ

οικειοτοπώ
οἰκειοτοπῶ, -έω (Α)
πιθ.
1. είμαι οικοδεσπότης
2. (για πλανήτη) είμαι αυτός που κυριαρχεί στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -τοπῶ (< τόπος), πρβλ. ιδιο-τοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”